- καφεκοπτείο
- τοτο κατάστημα όπου κόβεται και πουλιέται καφές: Πήρα καφέ φρέσκο από το καφεκοπτείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφεκοπτείο — το κατάστημα όπου αλέθεται και πουλιέται φρεσκοαλεσμένος καφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφεκόπτης. Η λ., στον λόγιο τ. καφεκοπτείον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek